Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

μάνα μου είναι...



04 . Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα σε ένα από τα καλά προάστια της κι ακόμη εκεί μένω δηλαδή. Όπως όλα, έτσι κι αυτό χωριζόταν στους πάνω και τους κάτω κι ακόμη το ίδιο συμβαίνει. Μας χωρίζει η λεωφόρος Μεσογείων αυτή που συνδέει το κέντρο της Αθήνας με τα μεσόγεια του νομού.
Οι από πάνω είχαν δέντρα, πλατείες, δάσος, όμορφους δρόμους, όμορφα σπίτια. Έμεναν καλλιτέχνες, πολιτικοί, ηθοποιοί κι άλλοι, αλλά πάντως εύποροι.
Εμείς οι κάτω, είχαμε δρόμους χωμάτινους, σπίτια μικρά, κήπους επίσης μικρούς που φυτεύαμε λουλούδια μόνοι μας. Νερό δεν είχαμε. Μας το έφερνε ο νερουλάς με άμαξα που την έσερνε άλογο. Ένα ρέμα με βατράχια και βραχάκια. Βγαίναμε και παίζαμε περνώντας ώρες στους δρόμους και το ρέμα. Στρατιωτάκια αμίλητα ακούνητα αγέλαστα, ένα λεπτό κρεμμύδι, κουτσό, κρυφτό, τα βαρελάκια, τα σκατουλάκια κι άμα παίζαμε σχοινάκι, βγαίνανε κι οι μεγαλύτερες κι από τον πέρα δρόμο. Μια φορά το ρέμα είχε πλημμυρίσει και μπήκε νερό στα διπλανά σπίτια. Ένας οικοδόμος τότε, είχε μπει κολυμπώντας να σώσει μια γιαγιά και τις εγγόνες της.
Στη γειτονιά έμενε κι ένα ζευγάρι με μεγάλο διώροφο σπίτι και επίσης μεγάλο κήπο. Γιατρός ο άντρας, νοσηλεύτρια η γυναίκα. Είχαν κι ένα κοριτσάκι. Την Γ. Την έστελναν στο κολλέγιο της περιοχής και δεν την άφηναν σχεδόν ποτέ να βγαίνει και να παίζει μαζί μας. Εμείς όλοι νομίζαμε πως το έκαναν επειδή ήταν πλούσιοι κι εμείς όχι.
Πέρασαν τα χρόνια, είχαμε σταματήσει πια τα πολλά παιχνίδια, το ρέμα φτιάχτηκε μεγάλος δρόμος διπλής κατεύθυνσης με σήραγγες λένε από κάτω για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ.
Κάποτε, ήρθε στη γειτονιά μια γυναίκα που ζήταγε να μάθει που μένει το ζευγάρι με το κοριτσάκι. Πριν δείξουνε το σπίτι, ρωτήσαμε τον λόγο. Είμαι η μάνα του, είπε. Ήρθα να το δω. Μείναμε ξεροί. Οι μεγάλοι δηλαδή γιατί εμείς δεν είχαμε δώσει σημασία στη γυναίκα. Μετά βέβαια, εγώ τουλάχιστον έμαθα την ιστορία από τη δική μου μάνα. Έμαθε τα καθέκαστα κι η κυρία Λούλα η κουτσομπόλα κοντά στο ρέμα, ήρθε να κάνει τη γνωριμία, αλλά η γυναίκα είχε ήδη φύγει.
Πέρασε ο καιρός. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν στη γειτονιά όπως συμβαίνει όταν κανείς μεγαλώσει. Πρώτος από κείνη την οικογένεια, πέθανε ο πατέρας ο θετός. Αργότερα αρκετά, η μητέρα. Στη κηδεία της κυρίας Τ. μαζεύτηκε αρκετός κόσμος κι ανάμεσα τους, είπαν, η πραγματική μητέρα του κοριτσιού, της Γ.Μετά την τελετή, η κυρία Λούλα η κουτσομπόλα, πλησίασε την Γ. που είναι η μάνα σου; ρώτησε. Εδώ! της απάντησε η Γ. δείχνοντας τον τάφο…. Κι ήθελε να πει χωρίς λόγια πως μάνα της ήταν αυτή που την προστάτευσε, την μεγάλωσε, την έστερξε.
Ο Φάνης είχε πιάσει τον Χρήστο από τον λαιμό κι αυτός ανταπέδιδε, όταν μπήκα στην αίθουσα. Ο Γιώργος που όποτε κι ότι κι αν πει, χαμογελάει, στεκόταν ανάμεσα τους ανήσυχος κι αγέλαστος προσπαθώντας να τους χωρίσει. Το χρώμα στο πρόσωπο του Φάνη έδειχνε ότι ήταν ο ..δράστης και ταυτόχρονα ο αμυνόμενος για κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση άμεση να μάθω.
Με τις φωνές των παιδιών και τις δικές μου, τα δυο αγόρια χωρίστηκαν. Έβρισε τη μάνα μου κυρία. Είπε ότι πηδιέται. Έλα μου να βάλεις το αντριλίκι σε λογική κι ορθή αντίδραση! Και πως θα ήταν αντριλίκι αν αυτό μπορούσε να γίνει, να το βάλεις σε λογική και γιατί να το κάνεις αυτό; θέλω να πω, αξίζει, πρέπει να βγάλεις έξω απο τα συνήθη τους, απο αυτά που τα συγκροτούν, τα παιδιά; Έπιασα τα γενικόλογα περί σεβασμού των ευαίσθητων σημείων της ζωής ενός του άλλου, των προσώπων που αγαπάμε, το έλα στη δική του θέση κι ότι άλλο ερχόταν στο μυαλό και το στόμα μου εκείνη την ώρα. Αλλά τα κοκοράκια, κοκοράκια δεν θάταν αν ήταν αλλιώς.
Ο Κώστας, έριξε σε μια στιγμή το αστείο με το μάνα είναι μόνο μία. Η κουβέντα γύρισε. Πιάστηκα από την ευκαιρία, είπα την ιστορία που αληθινή είναι πέρα ως πέρα.
Κι άλλες φορές έχει συμβεί, η τάξη νάναι νεκρικά ήσυχη ακούγοντας θέμα που την ενδιαφέρει. Όχι όμως με αυτόν τον τρόπο. Όλοι, μα όλοι, είχαν ακουμπήσει το πρόσωπό τους στα σταυρωμένα πάνω στα θρανία χέρια τους και με στυλωμένα τα μάτια τους ευθεία στα δικά μου, άκουγαν με ανάσα που ακολουθούσε την αφήγηση, τα λόγια μου. Στο τέλος της, αντέδρασαν ο καθένας με τον χαρακτήρα του. Δεν μου άρεσε αυτή η ιστορία! Γιατί την είπατε κυρία; ο Γιώργος με την ιδιαίτερη ικανότητα της συναίσθησης. Ήταν λυπητερή! επικεντρώνοντας στα όντως λυπητερά στοιχεία της αφήγησης. Όχι, ωραία ήταν! Τρυφερή! Εμένα μου άρεσε, η Γιοβάννα, που παρά και πέρα από το ατίθασο του χαρακτήρα της επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία σε ανθρώπινα προβλήματα και πόνο. Ο Χρήστος επέλεξε να πει την ιστορία όπου ως γνωστόν μόνο η μάνα γνωρίζει τον πατέρα…
Εγώ; Εγώ πήρα ένα μάθημα ακόμη.
Εσείς; Ας πάρει ο καθένας ότι νομίζει.