Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

σιωπηλό προσωπείο .


18 .

Έξι χαράματα κι ανακάτεψε βιαστικά τον ασβέστη μέσα στον κουβά
Μια δυο γυρόφερε το ξύλο κι άντε πάλι άλλες δυο από την άλλη μεριά
Το μείγμα παχύ και δύσκολο να το κουμαντάρεις μα έπρεπε να το αραιώσει λίγο με το νερό αν ήθελε να στρώνει ομοιόμορφα πάνω στη μάντρα., να μη χύνεται και σκορπά τσάμπα κι ούτε να σκαλώνουν κομμάτια του και να ξεραθεί κατόπι.
Μια πρόχειρη ποδιά σκέπαζε τη φτηνή ρόμπα της κι ένα μαντήλι τον λαιμό της. Μπορεί για τον ιδρώτα. Μπορεί για να μη φαίνεται τ’ άνοιγμα του στήθους της στα αγουροξυπνημένα μάτια των περαστικών. Κι ούτε να το σκεφτείς, ποιοι περαστικοί τέτοια ώρα; Φτωχογειτονιά και τα μεροκάματα σε ξυπνάνε νωρίς. Ακόμα.
Ένας πρόχειρος κότσος τα μαλλιά της, κάλυπτε τον σβέρκο της. Ένα ζευγάρι πρόχειρες, στραβοπατημένες παντόφλες υποδέχονταν το μισό της πέλμα. Το υπόλοιπο χάιδευε τον δρόμο εδώ κι εκεί καθώς κινιόταν να κάνει τη δουλειά της.

Αφού έφερε το μείγμα στην ημίρρευστη κατάσταση που έκρινε πως ήταν εκείνη που έπρεπε, έπιασε ένα φαρδύ πινέλο και το πέρασε απαλά πάνω από τον ασβέστη στον κουβά μπροστά της. Έπειτα, το σβάρνισε λίγο στα τοιχώματα ίσα που να το ελαφρώσει από τα περιττά κι άρχισε να δοκιμάζει στον τοίχο της μάντρας. Μια πάνω, μια κάτω. Δεξιά κι έπειτα αριστερά. Τράβηξε λιγάκι το σώμα της παραπέρα να δει το αποτέλεσμα και, ικανοποιημένη μάλλον, συνέχισε. Βουτούσε, σβάρνιζε τα πολλά, άπλωνε στον τοίχο.
Οχτώ πρωινή κι η μάντρα αστραποβολούσε σχεδόν ολόκληρη κάτω από τον ήλιο του Ιούνη κι ας ήταν κομματάκι συννεφιά εκείνη τη μέρα. Σε πέντε –δέκα λεπτά είχε αποτελειώσει τη δουλειά της.
Τα μαλλιά της μισόλυτα πια, το μαντήλι στραβό έπαιρνε τον ιδρώτα του λαιμού της μ’ άφηνε να φανεί η γραμμή του στήθους, η ρόμπα λερωμένη με στίγματα από τον ασβέστη, η ποδιά πασπαλισμένη κι αυτή, τα χέρια της πονεμένα.

Έκανε πίσω. Κατέβασε τα πόδια της από το πεζοδρόμιο. Με την ανάστροφη του αριστερού χεριού έκρυψε τα μάτια απ’ τον ήλιο όσο το πινέλο στο δεξί της δάκρυζε τ’ άσπρο μείγμα στο δρόμο.
Της άρεσε. Αυτή η ασπράδα, που έλαμπε στον ήλιο, της άρεσε. Είχε διαλύσει και μια στάλα λουλάκι μέσα, να δίνει στο άσπρο αυτό το φως που δεν ξέρεις αν το βλέπεις ή το φαντάζεσαι. Της άρεσε.
Μάζεψε τα πράγματά της. Έπιασε το λάστιχο και τη σκούπα. Συμμάζεψε, καθάρισε, χαμογέλασε. Μπήκε στην αυλή της και έσπρωξε μια δυο γλάστρες με γεράνια, ντάλιες, μαντζουράνες και κατιφέδες στο πεζοδρόμιο. Το στόλισε. Σκούπισε και την αυλή. Ομόρφυνε.

Δέκα πρωινή κι είχε τελειώσει με τα έξω. Βάλθηκε να προλάβει και τα μέσα. Φαί πρόχειρο σήμερα. Άλλωστε κράταγε πάντα τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής. Πατάτες γιαχνί. Θ’ αγόραζε κι ελιές. Φρέσκο ψωμί. Κρασί υπήρχε πάντα. Ρετσίνα.
Δεν είχανε πολλά. Δεν χρειαζόντουσαν πολλά. Κι ούτε ο ένας τον άλλο χρειαζόταν πια. Είχανε γεράσει μαζί. Τόσα, μα τόσα χρόνια. Συνήθισαν ο ένας τον άλλον. Ξεχάστηκαν. Τους αρκούσε ένα σούρσιμο από παντόφλες, ένας βήχας σαν πνιγόντουσαν από την ανάσα τους, ένα τίποτα σχεδόν για να επιβεβαιώσουν την παρουσία του άλλου και ησυχασμένοι ν’ ασχολούνται με ότι καταπιάνονταν. Έτσι αποκάμουν τα ζευγάρια σαν ο καιρός μαζί είναι πιο μεγάλος από τον χώρια. Έτσι αποκάμει κι η ζωή τον άνθρωπο που από συνήθειο πια ζει. Σιωπηλά προσωπεία που όμως δεν αποσώνουν την ανάγκη για τ' όμορφο.

Έτσι κι εκείνη.
Τ’ απογέματα σαν έμενε πάλι μόνη, έπιανε να συγυρίζεται η ίδια αυτή τη φορά. Έλουζε τα μαλλιά της ή αν δεν ήταν η μέρα τους για λούσιμο, τα μάζευε πίσω με χτενάκια. Φόραγε το μαύρο φόρεμά της με την ανοικτή πολύ λαιμόκοψη, πνιγόταν βλέπεις από τα κλειστά σ’ αυτή την ηλικία, και τον σταυρό που της είχε χαρίσει ο άντρας της σα γέννησε το γιό τους. Δυό σταγόνες κολόνια λεμόνι ανάμεσα στα στήθη της και πίσω απ’ τα αφτιά, ένα πέρασμα με μείγμα γλυκερίνης που έφιαχνε μόνη, στα χέρια να μαλακώσουν από τις δουλειές.
Έπειτα, αφού έπαιρνε στα χέρια της μια μάσκα με χερούλι που της είχε φέρει από ένα ταξίδι στο εξωτερικό η κόρη της, έπιανε μια θέση στο παράθυρο της κουζίνας να βλέπει τη ζωή έξω να κυλάει φρέσκια και καλοσιδερωμένη….











η φωτογραφία
είναι του καλού μου φίλου
Γιώργου Κασαπίδη
κι ο τίτλος της ανάρτησης,
το θέμα της.





πολλές φορές,
εικόνες από τη γειτονιά όπου βρίσκεται το σχολείο που υπηρετώ,
μου φέρνουν στο νου μνήμες από τη δική μου όταν ήμουν παιδί....






©Assimina

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Μονεμβασιά .

17.

μια εκδρομή στη Μονεμβασιά
Ιούνης του 2010
ώρα 6 και μισή περίπου στο κάστρο
το φως, ακόμη τόσο εκτυφλωτικό που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τα περιγράμματα των σπιτιών απο το αχνό του ουρανού
ούτε και το γαλάζιο χρώμα του τελευταίου
θαρρείς και τσιμέντο και πέτρα δίνουν το χρώμα τους στον ουρανό κι όχι το γαλαζοπράσινο της θάλασσας
πέτρα και ήλιος
ύλη και φως
κλέβουν τα χρώματα και την ιστορία απο τον τόπο
πρέπει να περάσει ώρα κι εκεί όπου το φως του ήλιου δίνει τη θέση του στις σκιές του φεγγαριού, τα πράγματα παίρνουν τις διαστάσεις που τους ανήκουν...