νοτιοανατολικό βλέμμα - παρουσίαση



22 Οκτωβρίου 2014
Βιβλιοθήκη Βολανάκη
Στουρνάρη 11
Εξάρχεια



Υπομόχλιο
με αφορμή την ποίηση της Ασημίνας Λαμπράκου

παρουσιάζει ο ποιητής – μεταφραστής Βασίλης Λαλιώτης


Είναι κοινό μυστικό.  Το μεγαλύτερο μέρος από τη γραφόμενη ποίηση λειτουργεί εν κενώ.  Αν εξαιρέσει κάποιος τη φευγαλέα άποψη που κάποτε γίνεται και σταθερή στους χώρους κοινωνικής δικτύωσης και στο περιβάλλον του γράφοντος η ποίηση σπάνια περνάει στους ιμάντες της κυρίαρχης δημοσιότητας.  Οι διαχειριστές του κανόνα της σύγχρονης ποίησης έχουν δικά τους παιδιά, γιους και κόρες συναδέλφων, φιλολογίσκους με μεταπτυχιακά μαθητές τους και την μεγάλη δικαιολογία ότι η παραγόμενη ποίηση είναι αδύνατον να εποπτευθεί από έναν άνθρωπο. Έτσι και οδοντίατρο που γράφει ποιήματα έχουν, και οδοντίατρο.
Για μένα πάντως  η σημασία της ποίησης στο παρόν είναι πόσοι μη φιλόλογοι την ασκούν.

Από την άλλη οι γράφοντες, ασκώντας το δημοκρατικό δικαίωμα της φωτογράφισης, κάνουν τα γραπτά σέλφι τους και τα ηλιοβασιλέμματά τους, και μάλιστα χωρίς την ξεκάθαρη αίσθηση ότι δεν κάνουν ποίηση τέχνης. Τα βραβευόμενα πολλές φορές είναι σαφώς κατώτερα των μέσων γραφομένων, αφού το κριτήριο ψαρεύει στο κοινωνικό στάτους του γράφοντος. Η εικόνα είναι ένα πανδαιμόνιο. Και σ’ αυτό το πανδαιμόνιο επιχειρεί ο κάθε καινούριος που γράφει.
Είναι σαφές ότι κάθε στοιχειωδώς μορφωμένος μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση ενός ποιήματος από αυτό που έχει αφομοιώσει στην εκπαίδευση και στον περίγυρο σαν ποίηση και η κύρια απόβλεψή του είναι η έκφραση. Αλλά από κάτω από την έκφραση η φόρμα δουλεύει. Και σε κάποιους χαρίζεται χωρίς καλά καλά οι ίδιοι να έχουν συνείδηση του γεγονότος. Αυτοί επείγονταν να εκφραστούν, να  λυτρωθούν από τις λέξεις που πίεζαν μέσα τους. Κι έφτασαν ως τη δημοσιότητα ενθαρρυμένοι από θεωρίες της λεβεντιάς και της αυθορμήτου εκφράσεως. Πως πατάς το κουμπί της φωτογραφικής μηχανής κι έχεις το αριστούργημα; Ακριβώς έτσι.
Αν δεν υπάρχει κεκυρωμένη επιβεβαίωση έξωθεν για τα γραφόμενα μπορείς πάντα να προσανατολιστείς αν κάνεις αυτό που δεν κάνουν οι περισσότεροι. Να πάρεις μιαν ανθολογία , όπου κατά πρώτον θα ανακαλύψεις πως υπάρχουν κι άλλοι που δοκίμασαν το δρόμο σου, οπότε θα κατεβάσεις λίγο το λοφίο της παρθενογενέσεως σου και κατά δεύτερον θα υποψιαστείς ότι το παιχνιδάκι με τα πλήκτρα είναι απαιτητικό και η ανάγνωση σου ακυρώνει αυτόματα τα δύο τρίτα των αριστουργημάτων σου.

Έχω τη φαντασίωση ότι η Ασημίνα Λαμπράκου σε ένα τέτοιο τοπίο έριξε το πρώτο της βιβλίο κι άρχισε να γεύεται τη φασιστική ισότητα και δημοκρατία του χώρου της ποιήσεως,
Γι αυτό και επέλεξα αντί να υπερκεράσω την ευμένεια που έχουν κάποιοι εδώ απόψε επικυρώνοντας δήθεν την αξία των γραφομένων της να δοκιμάσω να σας κοινοποιήσω, πράγμα που εξέπληξε ίσως και την ίδια, ένα είδος γενεαλογίας που θα δείξει ότι η ποίησή της και η εμμονή της να καταγράφει ευθαρσώς το λεκτικό που της έρχεται στα πλήκτρα κατά την εσωτερική ρυθμολογία του βηματισμού της σκέψης της, την κάνει μέρος μιας ολόκληρης παράδοσης. 
Η Λαμπράκου διαλογίζεται ποιητικά. Υπονοώντας ότι σε κάθε ποίημα στήνει ένα διάλογο και κάνει μέρος του ποιήματος τις απαντήσεις σε πιθανές αντιρρήσεις  ενός κάποιου που μπορεί να είναι κάθε αναγνώστης. Η ποίησή της περιέχει εξ ορισμού τον αναγνώστη στο ίδιο το σώμα του ποιήματος, είναι ο ζωτικός απών που κινεί τους λόγους. Ενστικτωδώς η Λαμπράκου κάνει ποίηση την προφορικότητά της. Κι αυτό είναι εκ των ουκ άνευ για να κάνεις ποίηση. Της μένει μάλιστα και περίσσευμα διαλόγου. Γι αυτό είναι έτοιμη πλάι στο γραμμένο ποίημα να γράψει ένα δεύτερο πιο αυτοαναφορικό για τις συνθήκες του διαλόγου που προκάλεσαν το πρώτο ποίημα. Όσοι της το επιτρέπουν έχουν ακούσει κιόλας αυτά τα προφορικά δεύτερα ποιήματα για τη σύνταξη των πρώτων.

Το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής της είναι ότι δεν ιαμβίζει.  Δεν υπάρχει ο βηματισμός του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, αλλά η στυγνή έκφραση μιας παρατήρησης που σκηνοθετεί το ποιητικό αποτέλεσμα.  Μπορεί να καταθέσει ντοκουμέντα της αλήθειας των λεγομένων της, αγνοώντας ίσως ότι πια εκεί κατοικούν αποθέσεις δικών μας δεδομένων.
Και ξαφνικά γίνεται υπαρξιακή στη γραφή, υπηρετώντας μια βιοθεωρία δουλεμένη χρόνια στον εσωτερικό της μονόλογο, το μοναδικό εργαλείο ίσως αυτού που γράφει ποιήματα.
Και μάλιστα υπαρξιακή στην απωθημένη ποίηση του Μοντερνισμού.  Τα πορφυρά λεκτικά μπαλώματα της ωραιολογίας σε υποστολή, και αυτό που εισπράττει ο αναγνώστης κάποτε θα το έλεγα φλόγα αναμμένη από παγάκια. Τα ποιήματα αφηγούνται ιστορίες που η μορφική προσπάθεια ανοίγει τη διαφάνειά τους στην πολυσημία.  Η θεματογραφία, το τι του ποιήματος, που είναι το κλειδί του ευανάγνωστου, έχει τις περιπέτειες ενός εγώ που ανεπαίσθητα, οδηγεί στο δεύτερο κλειδί που είναι η αρμονία, δηλαδή το πώς του ποιήματος. Κι αυτό το πώς είναι στην πραγματικότητα η μνημείωση του τι.
Η τόλμη στην αντιδημοτικότητα της έκφρασης, η κατάληξη στο ποιητικό μέσω αντιποιητικών υλικών, η διαφορετικότητα, μια γραφή αντίθετα στο ρεύμα, που φτάνει σε ένα είδος ιδιοφωνίας, και όλα αυτά, χωρίς ιδιαίτερη συνείδηση, αλλά μόνο με το πάθος να απαλλαγεί αυτό τις στριμωγμένες μέσα λέξεις, αποτελούν ένα είδος χάρης για να μας δείχνει ότι η ποίηση χτυπάει όπου θέλει και με όποιο λεκτικό υλικό θέλει.
Κατά τον ίδιο τρόπο ένας από τους αστερισμούς της γενεαλογίας που αποδίδω στην ποίηση που γράφει, ο Γιώργος Βαφόπουλος, δήλωνε στην αυτοβιογραφία του πως δεν έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο, αλλά έκανε ποίηση υπαρξιακή τις αντιξοότητες του βίου του. Να λοιπόν ο πρώτος πρόγονος σ’ αυτή την ποίηση, ο Βαφόπουλος.
Ο δεύτερος είναι βέβαια ο Παπατσώνης. Αμφιβάλλω αν τον διάβασε ποτέ, αλλά αν προστρέξουμε στον τρόπο που οικοδομεί το ποιητικό γεγονός, η ρυθμική κυρίως ομοιότητα είναι εμφανής.
Ο τρίτος απωθημένος κι αυτός από την τρέχουσα πρόσληψη είναι ο Παπαδίτσας.
Περισσότερο διαλογική από το Βαφόπουλο, καθόλου χριστιανική σαν τον Παπατσώνη, ελάχιστα αρχαιοελληνική σαν τον Παπαδίτσα.
Θα προσθέσω και δύο γυναικεία ονόματα. Τη Ζωή Καρέλλη και την Όλγα Βότση, που κι αυτές ανήκουν στη μη ιαμβική παράδοση, που γράφουν κατά τις κινήσεις της σκέψης τους και που κατά περίεργο τρόπο έχει αποσιωπηθεί πως η τρίτη της παρέας είναι η Δημουλά.
Θα της προσθέσω και μιαν αδελφή, τη Μαρία Ανδρεαδέλλη, που κι αυτή στο παρόν γράφει εναντίον της τρέχουσας ρυθμολογίας.
Στο βαθμό που η Λαμπράκου αποφασίσει να σπάσει την οθόνη της σιωπής για τα γραφόμενα και να νομιμοποιήσει μορφικά αυτό που κάνει, υπάρχει το έργο αυτών των ποιητών για να έχει ένα μέτρο να αναμετρηθεί, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι γράφει σε πεδίο αντιδημοτικότητας και παίρνοντας όλα τα μέτρα για να συνεχίσει παρά τις αντιξοότητες.

Αυτό που λέμε λυρική ποίηση είναι βαθύτατη έκφραση προσώπου και μπορεί μεν να στηρίζεται σε δάνεια μιμήσεως, αλλά δεν δίνει όταν το κάνει αυθεντικά αποτελέσματα.
Διατηρώ την εντύπωση ότι η Λαμπράκου, όπως και οι περισσότεροι, εμφορούμενη από ανάγκη έκφρασης που το ξεχείλισμά της δεν έχει τελειώσει έγραψε και γράφει ακόμα ως εδώ. Τα λεγόμενα για την περίπτωσή της μπορούν να ισχύσουν και σε άλλες γραφές με άλλους αρχικούς όρους. Το σημαντικό είναι να καταλάβουμε πως σε αυτό τον πληθωρισμό γραφής, σοβαρές δυνατότητες θα έχουν αυτοί που μετά το αρχικό ξεχείλισμα, θα ψάξουν τη γενεαλογία των γραφομένων τους, θα κάνουν συνειδητό αυτό το αρχικό ξεχείλισμα και με τη βασιλική οδό της ανάγνωσης ποιήσεως, με καιρό και με κόπο θα μπουν στο νόημα της τέχνης. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένας με φωτογραφική μηχανή αποφασίζει να μελετήσει τη φωτογράφιση για να βγει σιγά σιγά στο χώρο όπου θα μπορεί συνειδητά να κάνει φωτογραφίες τέχνης, πέρα από αυτές τις πρώτες όμορφες που του χαρίστηκαν, δείχνοντας του μια κλίση.

Η σημασία της κριτικής, της όποιας κριτικής, δεν είναι να μιλάει για όσα της αρέσουν, αλλά να κρίνει με το νόμο του γραπτού το ποιητικό αποτέλεσμα σε αυτά που δεν είναι του γούστου της. Η ποίηση της Λαμπράκου με υποχρεώνει να αναγνωρίσω τα ποιητικά της αποτελέσματα και να τα νομιμοποιήσω καταθέτοντας μια γενεαλογία. Κυρίως θέλω να επισημάνω ότι το ποιητικό αποτέλεσμα που παράγει δεσμεύει μια κρίση.
Δεν ξέρω αν η αρετή της τόλμης που έχει να αναλαμβάνει τον προσωπικό της μονόλογο και να τον δοκιμάζει ως τέχνη οφείλεται και στην ευκολία της έκδοσης, αλλά τότε γιατί δεν τον χρησιμοποιούν τόσοι άλλοι;
Και για να συνεχίσω τα περί κριτικού. Ο κριτικός δεν είναι ο πάπας του παρόντος, αλλά ο στοιχηματίζων με το χρόνο του μέλλοντος. Και η ποίηση της Λαμπράκου προσφέρεται γι αυτό. Της έβαλα μια καλή βιβλιογραφία για να διαυγάσει αυτό που γράφει, υπολογίζω να μην την ακολουθήσει κατά γράμμα, να καταλάβει γρήγορα πως το προσωπικό στην έκφραση είναι διάμεσος που πιάνει αποκάτω το κοινόν, πως δεν ναρκισσευόμαστε σε γραπτούς καθρέφτες, όπως οι περισσότεροι, και πως το παιχνίδι είναι ζόρικο πολύ πριν φτάσει στη δημοσίευση.

Με αφορμή τη γραφή της Λαμπράκου σας έκανα μια περιδιάβαση στο έλλειμμα που χωρίζει τον πληθωρισμό της γραφόμενης ποίησης από την αξιολόγησή του. Οι Μακρυγιάννηδες της ποιήσεως μπορούν να περιμένουν μετά θάνατον τον Βλαχογιάννη τους, και αντίστοιχα οι Σούτσοι του κέντρου βιβλίου την μοιραία λήθη τους. Για τους αληθινούς ποιητές, ακόμα και του ενός ποιήματος, μένει η αιώνια ανταμοιβή ότι κάποιο βράδυ και πάνω από το τελειωμένο ποίημα σου χτύπησε ο Σολωμός το τζάμι για να σε κεράσει μια γουλιά κολώνια. Κι αυτό ίσως να μείνει η μόνη σου δόξα σε καιρούς πληθωρισμού της γραφής. Όποιος αντέχει συνεχίζει.
Εσείς όμως δεν ήρθατε εδώ για τις δικές μου συντεταγμένες εν τέχνη, αλλά για την έκφραση. Γι αυτό και τώρα, έχοντας σας αποκαλύψει ένα μέρος των συνειρμών που μου φέρνει η ποίηση της Λαμπράκου, επιτρέψτε μου να τα ξεχάσω όλα και στη διάρκεια της ανάγνωσης να προσπαθήσω να αποθέσω καινούρια πράγματα πάνω της όπως κάθε καλός αναγνώστης που προσπαθεί τη μέθεξη αυτού που δόθηκε σαν απόλαυση σε κατ’ ιδίαν ανάγνωση, στην καινοφανή δημόσια παρουσίασή του. Σας ευχαριστώ.


22 Οκτωβρίου 2014
Βιβλιοθήκη Βολανάκη

















αφισέτα απο την εκδήλωση















Δεν υπάρχουν σχόλια: