Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Οι «αποχαιρετισμοί» του Δημήτρη Ελευθεράκη

αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό frear, 2ο τεύχος 




Οι «αποχαιρετισμοί» του Δημήτρη Ελευθεράκη

Η απώλεια του Δημήτρη Ελευθεράκη είναι μεγάλη και βαρύνουσα. Χάσαμε έναν ποιητή που έδωσε μορφή σε έναν λόγο που σπανίζει, τον λόγο «για τα έσχατα πράγματα» [1]. Το ποιητικό του σύμπαν, κατοικημένο από νεκρούς ποιητές και τις μετενσαρκώσεις τους, από ψυχές «αγγέλων που λαμπαδιάζουν» και από «εσταυρωμένους σαλτιμπάγκους», είναι απερίφραστα εκτεθειμένο στα έσχατα. Τα πρόσωπα των μεγάλων ποιητικών μύθων εκείνος τα ανταμώνει στην αρχέγονη ερημία κι εκεί ανασμιλεύει, σαν ταπεινός ιχνηλάτης, τη μορφή του Ομήρου, του Οβίδιου, του Μάντελσταμ, του Παστερνάκ, των ποιητών που νίκησε ο Άδης αλλά όχι ο χρόνος.

    Όσο γι’ αυτήν εδώ την ψυχή, μακάρι να μην ταξιδέψει
    προς τα πάνω ή προς τα κάτω παρά μόνο διαβαίνοντας
    την εύκρατη κοιλάδα των μετενσαρκώσεων
    να φέρει μαζί της τα μικρά σωματίδια ενός ραγισμένου δοχείου
    ένα δροσερό πρωινό που κάποιος θα βλέπει
    το μακρύ μανίκι του να ξεχειλίζει
    από εκείνο το ζώο που είναι το χέρι του

    («Μετενσαρκώσεις», Άσπρα μήλα)

Ο Δημήτρης Ελευθεράκης ασκήθηκε σε μια ποίηση που θα την ονόμαζα «των αποχαιρετισμών». Το 2005 στη Θεσσαλονίκη έγραψε μια σειρά με ποιήματα αφιερωμένα σε Ρώσους ποιητές. Ήταν τα ποιήματα της συλλογής Η Στέππα. Τα πρωτοδιαβάσαμε σε χειρόγραφο [2]. Ήσαν ποιήματα που επιχειρούσαν με μεγάλη ένταση την μυστική επανένωση με τον Άλλο μέσα από τη μεταφορική και υπαινικτική γλώσσα της ποίησης. Οι Ρώσοι ποιητές ήσαν εκείνοι που βίωσαν περισσότερο από άλλους στον αιώνα μας τον κατατρεγμό, την εξορία, τον θάνατο, την ποίηση εν διωγμώ. «Του χωρισμού την επιστήμη έχω σπουδάσει /Μες στις λυσίκομες της νύχτας οιμωγές» έγραφε ο Μάντελσταμ [3]. Στους ποιητές που σπούδασαν την επιστήμη του χωρισμού, δεν ταιριάζουν τα μνημόσυνα, παρά μόνο ένα ευγενικό νεύμα αποχαιρετισμού, μέχρι να ξαναβρεθούν στον ευκτήριο οίκο όπου συγκατοικούν οι εξόριστοι ποιητές των αιώνων.

    Εάν ο θάνατος ενός ποιητή είναι ο τελευταίος κρίκος στην
    αλυσίδα των επιτευγμάτων του,
    τότε το τέλος του ποιήματος είναι η αρχή της εξορίας,
    Οβίδιε.

    («Οσίπ Μάντελσταμ», Η Στέππα)

Η ποίηση για τον Ελευθεράκη είναι το αχνό φως που φωτίζει τα σκοτάδια της Ιστορίας.

    Σβήσε το φως· ένα κερί αρκεί
    για να φωτίσει την στολή της ψυχής-
    μεθαύριο θα μας δεξιωθεί
    ο Ιησούς της Ιστορίας.

    («Ιωσήφ Μπρόντσκι», Η Στέππα)

Η ποίηση του 20ού αιώνα, αιώνα των παγκόσμιων πολέμων, έγινε τέχνη ενός ζοφερού τοπίου, με λιγοστά ξέφωτα που μόνο η μνήμη μπορεί να φτάσει. Κι ο Δημήτρης Ελευθεράκης με τη Στέππα στράτευσε τη φωνή του σ’ αυτήν την θρηνητική και ευλαβική παράδοση της μνήμης. Στο Ρέκβιεμ για έναν φίλο (2005), ποίημα αποχαιρετισμού για τον Ηλία Λάγιο, ο ποιητής παρουσιάζει τους «φύλακες αγγέλους» που οραματίστηκε ο Χέλντερλιν, τους «τρομερούς αγγέλους» του Ρίλκε, να παραστέκουν στον θάνατο των ποιητών σωπαίνοντας.

    Ανάμεσα στο σκοτεινό και το γαλάζιο αστράφτουν οι άγγελοι. Όμως οι ουράνιοι
    ξέρουν καλά την όψη μας να προστατεύουν
    από τη λάμψη των φτερών τους· μας δίνουν το λυκόφως.
    […]
    Μα κοίτα· πέφτει επάνω στο γυαλί του παραθύρου
    μια μεταφυσική ψιχάλα.
    μαζί με την απόλυτη βεβαιότητα
    ότι δεν αφουγκράζεσαι από κάπου τις σκέψεις μου.

Όμως αυτή η σιωπή των αγγέλων είναι που δίνει φωνή στους ποιητές. Δικό τους έργο είναι οι αποχαιρετισμοί, τα «adieux», τα «εγκώμια». Μετά τη Στέππα και το Ρέκβιεμ για ένα φίλο, στην επόμενη συλλογή του, τα Εγκώμια (2013), θα συνυφάνει πένθιμα εγκώμια, μαζί με «εγκώμια άλατος», όπως ονόμαζαν οι αρχαίοι τους σκωπτικούς λόγους, φτιάχνοντας ένα αμάλγαμα γλυκόπικρης ποίησης για να αποχαιρετίσει πρόσωπα της ιστορίας και του μύθου, προτομές «αθανάτων», αγάλματα ηρώων, πλάι σε τραγικές φιγούρες των αφανών. Εδώ χαιρετά λυρικά αλλά και σαρκαστικά, και οργισμένα:

    Δεν είναι αυτή πατρίδα για κανέναν!
    Στο φως του Άδη πισωγύρισε και χάσου
    Με ξύλινο άλογο σε ψεύτικη αρένα
    και πλαστικό περίστροφο, θα ‘ρθω κοντά σου.

    «Περικλής Γιαννόπουλος», Εγκώμια

Το ποίημα που προτάσσει στη συλλογή Εγκώμια, είναι μια επιστολή που γράφει ο Μαρσύας στον Απόλλωνα, αλλά κι ένας χαιρετισμός στον Καρυωτάκη, τον Σεργκέι Γεσένιν, την Μαρίνα Τσβετάγεβα:

    Τουλάχιστον θα έχω παίξει τον αυλό
    (αυτή την τέχνη της αναπνοής)
    κι ύστερα θα ’μαι ολόκληρος μία πληγή:
    το αίμα μου θα γίνει πίδακας,
    οι μύες μου θα κρέμονται γυμνοί, κι οι φλέβες μου
    θα πάλλονται στον ανοιχτό αέρα σαν χορδές.
    […]
    Και το τομάρι που θα κρέμεται απ’ τα κλαδιά μιας λεύκας
    θα λέει: είναι του θεού η τέχνη, όχι δική μου.

    «Επιστολή του Μαρσύα στον Απόλλωνα»

Τα ποιήματα της συλλογή Εγκώμια (2013) προσθέτουν στη μνήμονα φωνή την ειρωνεία του θνητού μπροστά στους ίσκιους των «αθανάτων». Με βλέμμα αμείλικτο ο ποιητής περιπλανιέται στις στενωπούς της ιστορίας:

    […] Η ιστορία είναι μια επιτύμβια πλάκα
    με αριθμούς κι ονόματα. Κι ο ποιητής
    μια πολυμήχανη σκιά που ασπρίζει στο φως.

    («Οδυσσέως δίκη», Εγκώμια)

Τι σημαίνουν τα ποιήματα αποχαιρετισμών του Δημήτρη Ελευθεράκη; Η σκέψη αυτή με βασανίζει από παλιότερα. Γιατί διαλέγει αυτόν τον τρόπο για να ρίξει το «λυρικό βέλος» του; Αποχαιρετά τους θνητούς πριν εισέλθουν στην αιωνιότητα; Δεξιώνεται τους νεκρούς για να κρυφοκοιτάξει αυτό που είδε ο Ορφέας; Εδώ μπορώ μόνο να εκφράσω μια σκέψη μου, ότι ίσως οι αποχαιρετισμοί του Δημήτρη Ελευθεράκη μπορούν να διαβαστούν σαν μια σύγχρονη «μελέτη θανάτου», που γίνεται σκοπός και στάση ζωής· σ’ αυτήν, ζωτική θέση έχει η μνήμη, η μνημόνευση, η αναμνημόνευση που γίνεται συμφιλίωση με τον θάνατο και αγάπη για τη ζωή. Το ποίημα επιστρέφει στην πηγή του, γίνεται κραυγή, ευχή, προσευχή, αγάπη. Ίσως ο ποιητής του Ρέκβιεμ και των Εγκωμίων θέλει να μας θυμίσει ότι αυτός είναι ο κύριος ρόλος του ποιητή «σ’ έναν μικρόψυχο καιρό», κι ανάλογα χαράζει την πορεία του. Η επίγνωση των ηθικών προβλημάτων που ανέκυψαν στην ανθρώπινη κοινότητα μετά από τη μαζική εξόντωση εκατομμυρίων άμαχων έγινε προσωπική ευθύνη του καθενός, κι έτσι την προσέλαβε κι ο ίδιος, που επί χρόνια στη Γερμανία ασχολήθηκε με το Ολοκαύτωμα. Ίσως μέσα από αυτήν την προσωπική εμπειρία αισθάνθηκε ότι η γραφή για τον ανθρώπινο κατατρεγμό και τον θάνατο δεν είναι καθήκον αλλά δικαίωμα που κερδίζεται: «όταν η ιστορική εμπειρία γίνεται βίωμα προσωπικό, πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης κερδίζει [αυτό το] το δικαίωμα» [4].

Τα ποιήματά του Δημήτρη Ελευθεράκη συνθέτουν έναν κόσμο ανοιχτό στην φυσική και μεταφυσική α-πορία, αλλά όχι στην ποίηση που «κλείνεται αυτάρεσκα σε μια κουραστική αυτοαναφορικότητα», ή σε μια «τουριστική αντίληψη της ζωής και της τέχνης» [5]. Τα μεγάλα ηθικά διλήμματα, όμοια με την «πληγή» που από μέσα της βγαίνει το ποίημα [6], κατευθύνουν τον μετρημένο και είρωνα λυρισμό του.

«Θα με ενδιέφερε περισσότερο ο Θεός που φανερώνεται στον άλλο ως πρόσωπο, ένα πέρασμα δηλαδή από την μεταφυσική στην ηθική», γράφει ο Ελευθεράκης. Η έγνοια για το άγνωστο και το έσχατο, η συνείδηση της ηθικής στάσης μπροστά στο βλέμμα του άλλου, για την οποία μιλά ο Λεβινάς, τον οδηγεί σ’ αυτό το πέρασμα και στο κομβικό ερώτημα: «Άραγε είναι εφικτή μια αναβάπτιση των λέξεων στη χαμένη τους αθωότητα, μετά τα “σκοτάδια θανατηφόρου λόγου” του Τσέλαν;» [7].

Στην τελευταία συλλογή του, Άσπρα μήλα (2020), ο Δημήτρης Ελευθεράκης επιδίδεται σε μια άσκηση που πλησιάζει την τελετουργία: παίζει τις λέξεις σαν νότες σε μικρό κλειδοκύμβαλο πατώντας ελαφρά τα πλήκτρα και τις μεταμορφώνει σε κάτι άλλο, σαν τα μήλα που γίνονται άσπρα και λάμπουν ολόλευκα, σ’ αυτόν και τον άλλο κόσμο. Ποιήματα εμβληματικά, που σου εντυπώνονται και τα αποθέτεις στο στήθος σου:

    Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει αγάπη:
    η πείνα του ποιητή για μελάνι και δέρμα·
    ο θρίαμβος της γλώσσας και των δοντιών,
    τροφή, η ανάγκη μας για τον άλλο.

    («Η μούσα του κανενός»)

Εδώ ο ποιητής των Εγκωμίων αποχαιρετά τους ποιητές ρίχνοντας γέφυρες που ενώνουν το έσχατο της ζωή με το άρρητο του θανάτου:

    Άλλοι φεύγουν γλιστρώντας απ’ το κατάστρωμα ενός καραβιού κι άλλοι με τα μάτια στο ταβάνι ένα ξημέρωμα μόνοι,
    άλλοι την ώρα του ύπνου κι άλλοι με μια σφαίρα στο στήθος.
    […]
    Όλοι πάντως μένουν μόνοι: σε μια φωτισμένη παγόδα ή σ’ ένα κρεβάτι που τυλίγουν οι φλόγες
    κι ύστερα γίνεται βάρκα σ’ αμίλητα σκοτεινά νερά.

    («Ευχή»)

Εμείς, άφωνοι μπροστά στον άκαιρο θάνατό του και στο κενό που αφήνει στις καρδιές μας, κρατάμε σαν μάθημα ζωής τα ποιήματα του αποχαιρετισμού που μας άφησε. Θα συνεχίσει να μας μιλά γι’ αυτά, θα πιάνει την γραφή από εκεί που ξεγράφεται, για να την δέσει στην ψυχή ξανά και ξανά.

    Θέλω να μιλήσω γι’ αυτά, δένω κλωστή στη γλώσσα
    και ξεδένεται, πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.


Σημειώσεις

  1.     Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι. Μια συζήτηση για την ποίηση μεταξύ των ποιητών Δημήτρη Αγγελή, Δημήτρη Ελευθεράκη, Σταμάτη Πολενάκη, εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2010.
  2.     Ο Δημήτρης Ελευθεράκης έδειξε τα ποιήματα της Στέππας στον Ηλία Λάγιο, που αναγνώρισε αμέσως την αυθεντικότητα και την ιδιαιτερότητα της φωνής του, μιλούσε γι’ αυτά με θαυμασμό και μεσολάβησε να βγουν στις εκδόσεις Νεφέλη, όμως το βιβλίο εντέλει τυπώθηκε μετά τον θάνατό του.
  3.     Από το ποίημα Τristia της ομώνυμης συλλογής που δημοσίευσε ο Μάντελσταμ το 1922 –σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου. Ο Ρώσος ποιητής αναφέρεται υπαινικτικά στα Tristia (Θλιβερά ποιήματα) του εξόριστου Οβίδιου, που έπεσε θύμα της δυσμένειας του ηγεμόνα.
  4.     Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι…, ό.π., σ. 23.
  5.     Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι…, ό.π., σ. 25.
  6.     «Είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς χωρίς μια πληγή, και αυτή η πληγή είναι σαφώς και ιστορική… », Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι…, ό.π., σ. 24.
  7.     Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι…, ό.π., σ. 61.


***

[αυτό, καθώς και οι υπόλοιπες αναφορές στον ποιητή κι ένα ανέκδοτο δοκίμιό του, 
στον σύνδεσμο που παρατίθεται στην αρχή της σελίδας, στο 2ο τεύχος του  e-περι-
οδικού frear, με την μορφοποίηση  του περιοδικού]


© Assimina