Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

ο Σάκης .


09 .

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν οι δέσμες κι ανάμεσά τους η πέμπτη και τα παιδιά που πήγαιναν ή προοριζόντουσαν γι αυτήν ήταν χαρούμενα και το δείχνανε σ’ όλους τους τόπους και με όλους τους τρόπους κι έτσι αυτό το βράδυ σε εκείνο το φροντιστήριο του Χαλανδρίου ο Σάκης που εκτός από χαρούμενος ήταν κι ερωτευμένος κι ο έρωτας είναι καημός ξεχωριστός και φωνάζει από όποια θέση κι αν βρεθείς, τραγούδαγε: «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα // γιατί την είχα σαν μικρό παιδί» ( αθάνατε Διονυσίου! ), επισείοντας τον γέλωτα των συμμαθητών του και το ίδιο και της καθηγήτριας που όμως κράτησε την ψυχραιμία της αλλά δεν την κράτησε ο μετασχηματιστής με τα μη ιδανικά πηνία που δίδασκε κι έκανε τις απώλειες απόδοση και βρέθηκε να παίζει ρόλο χασούρας στο σύστημα του εναλλασσόμενου ρεύματος και πολύ ντράπηκε η καθηγήτρια όταν το διαπίστωνε αργότερα στο σπίτι της κι έψαχνε τον Σάκη και τ’ άλλα τα παιδιά να διορθώσει το λάθος κι επειδή πίστευε κι έγινε, να είναι το θέμα των εξετάσεων της επομένης αλλά κι επειδή ντρεπόταν εκείνον τον Θανάση Κ., τον καθηγητή στο φροντιστήριο του Κανέλλου που φορούσε τζιν παντελόνι και πουκάμισο ίδιο ξεπλυμένο την χρονιά του ’76 που ήταν υποψήφια κι εκείνος της δίδασκε Μηχανική που πολύ αγάπησε με κίνητρο το ξεπλυμένο τζιν και την απόδοση της σε αυτήν, ενώ είχε γράψει το πιο πλήρες βιβλίο στην Επαγωγή και τους Μετασχηματιστές με τον φίλο του που δεν θυμάται το όνομά του πια κι ήθελε να διορθώσει τιμής ένεκεν σε ‘κείνη τη σχέση και την ευθύνη των πράξεων της όπως συνήθιζε νάχει κι ακόμη έχει.

Τα χρόνια πέρασαν και μαζί τους πολλά. Η καθηγήτρια σταματούσε πλέον συχνά στις ανηφόρες για να παίρνει ανάσα μα συνέχιζε να μην βάζει εύκολα «τελείες». Ωστόσο, κάθε που αναγκαζόταν να σταματήσει στις ανηφοριές, ξεφόρτωνε κι από ένα μέρος της νεανικής αυθάδειας κι αλαζονείας και ζαλωνόταν τα χαρακτηριστικά του ενήλικα προχωρημένης ηλικίας, πίκρα ας πούμε και βιασύνη άλλης αφετηρίας κι εγωισμό της εμπειρίας. Και μια κατάσταση άτονης έκφρασης απ’ όπου βγήκε με τον θυμό κι από την ανάγκη του ανθρώπου που «φεύγει» και δεν έχει ακουστεί. Μα όπως τα συναισθήματά της πέφτανε βαριά στην ίδια και στους άλλους, άρχισε να επιτρέπει να εναλλάσσονται στο προσκήνιο ελαφρότητες με βαριές φιλοσοφίες κι αυστηρότητα, δίχως να χάνει ωστόσο τα υλικά που την δόμησαν.

Έτσι, εκείνο το πρωινό στο σχολείο του Ζεφυρίου όπου ο Σάκης με τα μελιά μάτια μπογιατισμένα με την τσαχπινιά της φυλής του, άρχισε να τραγουδά στο τέλος της σειράς και του μαθήματος «Άλλα θέλω κι άλλα κάνω // πώς να σου το πω// έλεγα περνούν τα χρόνια// θα συμμορφωθώ», επιβράβευσε το παιδί μ’ ένα χαμόγελο την ώρα που παραδεχόταν πως..α! τι όμορφο τραγούδι! μα δεν θυμόταν ποιο είναι και ρώτησε αυτό και ποιος το τραγουδάει μα ούτε το παιδί το ήξερε μόνο συνέχισε «Έξω φυσάει αέρας // κι όμως μέσα μου // μέσα σ' αυτό το σπίτι //πριγκηπέσα μου…», Μάλαμας! Πριγκηπέσα! Είπε και συμφώνησε κι ο Θανάσης του πιο μπροστινού θρανίου κι η έκπληξη ήταν μεγάλη όσο και όμορφη.

Το πρώτο τρίμηνο είναι δύσκολο στα σχολεία για λόγους που ούτε μπορείς να φανταστείς κι αν το κάνεις μένεις απορώντας που δεν τάχες σκεφτεί εξ αρχής. Άμα δε, είναι και πρώτος μήνας της Α’ τάξης, την έβαψες ως εμπλεκόμενος σε μια πιο σύνθετη διαδικασία. Αν σου τύχει μάλιστα να εφαρμόσουν εκείνη την χρονιά που μπαίνεις σε όλα τα τμήματα της Α’, το εξαγγελθέν από το 4ο πρώην ΚΠΣ νυν ΕΣΠΑ, πρόγραμμα «ψηφιακή τάξη», την έκατσες την βάρκα μάγκα μου κι αν δεν σου έχει τύχει ένας Σάκης στη ζωή σου να τραγουδά όσο εσύ πασχίζεις να αποδόσεις τις έννοιες της Φυσικής, δύσκολα να βρεις την σύνδεση με ότι μέλλει να προκύψει.

Κι ότι πρόκυψε ήταν σε πλήρη αρμονία με τις συνήθειες και την κουλτούρα αυτών των παιδιών μα και όσων δίχως την βία του φόβου εναρμονίστηκαν τόσα χρόνια μαζί τους –μιλώ για τα υπόλοιπα παιδιά.

Χορεύεις κυρία; Έχω 30 χρόνια να χορέψω, απάντησε η καθηγήτρια όχι με ντροπή αλλά μιαν ελπίδα να βρεθεί κάτι κάποτε να την ξανασηκώσει για χορό. Τίποτα; Ούτε λίγο; Ούτε τα δικά μας; Κι ένα κλικ έφτανε να ελευθερώσει την μουσική στην αίθουσα και τα κορμιά τους. Ο Σάκης κι ο Θανάσης άρχισαν να λυγίζουν το σώμα τους όπως τους είχε μάθει η φυλή τους, γονείς, θείοι, παππούδες. Τα υπόλοιπα παιδιά γελούσαν συνενοχικά και χαρούμενα.

Στους Σάκηδες της ζωής μου όλης