Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

DiP παίγνιον 2019


στο φετινό τεύχος της ανθολογίας diPgeneration, το παιχνίδι καλούσε να συνεχίσουμε κάτω από μια παράγραφο που επέλεξε τυχαία ο Στράτος Φουντούλης και δίχως να γνωρίζουμε από ποιο κείμενο και ποιου συγγραφέα - πιο κάτω, η δική μου προσπάθεια η οποία, ξεπερνώντας το όριο των λέξεων, επεξεργάστηκε σε μικρότερο κείμενο για το τεύχος

***

Αργά αλλά αποφασιστικά ξαναπήρε το δρόμο. «Ο άλλος» κι αυτό ξαναπήρε το δρόμο. Ένιωσε ξεκάθαρα τα βήματα στην άσφαλτο. Ήταν δυο ομόηχα, ταυτόχρονα, επακριβή χτυπήματα. Ναι. Κάποιος τον παρακολουθούσε. Τώρα δεν τον ένιωθε όπως τις προηγούμενες φορές. Τώρα τον άκουγε, σχεδόν μπορούσε να τον αγγίξει πίσω από την πλάτη του. Μια υπερφυσική δύναμη τον έσπρωξε, τον υποχρέωσε να τρέξει στον έρημο δρόμο. Σταμάτησε. Παρέμενε ακίνητος, σαν παράλυτος, για αρκετή ώρα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόση ώρα, αλλά μέσα σ’ εκείνη την αταξία των αναμνήσεων υπήρχε κάτι που θα θυμόταν πάντα: εκείνο το παγωμένο χτύπημα στο πρόσωπό του όταν γρήγορα στράφηκε πάνω στα τακούνια του και είδε καταπρόσωπο «τον άλλο». Αυτό που είδε δεν θα μπορούσε να το ξεχάσει στην υπόλοιπη ζωή του.

Όχι! Αλλιώς: Αυτό που είδε έφερνε εμπρός του όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Υποδορίως πράσινη υφή υγραμένου σησαμιού. Ευωδίαζε ευωδιά κουρασμένης μνήμης. Βαρείς γερασμένοι μαστοί τεράστιοι γερασμένοι. Ανάσα καλαμποκιού τον άγγιξε ανεμπόδιστα η στύση του απρόσκοπτα· τον θυμήθηκε. Μια γερασμένη αλλά ήλιος· τον ανέσυρε με τέλος· ανεπανόρθωτο κόπο ασχημάτιστο. Λαρυγγισμούς παιδίσκης ανυπόκριτης ήχους σαν σπυρί καλαμποκιού κίτρινο κάτω από τη γη με ταραγμένη ευγνωμοσύνη δε φύτρωνε κίτρινη ζωή αμίλητη. Αμίλητη με ανύπαρκτο πόνο απροσποίητο τον τραβούσε από την ψεύτικη πραγματικότητα μακριά. Ένοιωσε αγάπη. Δεν έπρεπε (Συνέβαινε) Δεν έβλεπε (Υπέθετε) Δεν άκουγε (Ένοιωθε) Δεν ήξερε (Γνώριζε). Έκπληκτος με έκπληξη μεγάλη «Άγιε μου κύριε Ίψεν: χθες βράδυ εγώ πάλι· κατάκοπος. Τώρα πια ξέρω· ήμουν εκείνη σ’ αυτή την εξιστόρηση. Πρέπει να με εγκαταλείψει.», είπε.
Επικαλέστηκε γι’ αυτό τις επτά καταστάσεις κι ένα ημιτόνιο πέρα από τον πλάτανο στην άκρη του δρόμου είχε νυχτώσει αμετάκλητα. Τρεις σειρήνες κι ένα κρυφό φεγγάρι εδώ ακριβώς ζούληξαν έλιωσαν ήπιαν τη μορφή της που ήταν γερασμένη παλιά δική του γερασμένη εξαφανίστηκαν· οι δυο μορφές πριν λίγο εδώ τις είδα ερωτοτροπούσαν η μια να μιλά η άλλη να παραμιλά τις είδα από μακριά στην τωρινή μνήμη σβησμένες σβήστηκαν με κρότους βεγγαλικών και οιμωγές παρθενικών ερώτων· κόβεται το πρόσωπο ξεκολλά χύνεται η θηλυκιά μέσα στην αρσενική πέρασε οι δυο μορφές πάει χωνεύτηκαν στη σειρά κι αυτό ήταν φύσηξε κι οι λάμπες του δρόμου έσβησαν αυτός βγάζει με τη γλώσσα ένα φρέσκο κομμάτι αμάσητο μαρούλι αμάσητο και σαν χρυσόμυγα ξεκολλά από τον ώμο του ο άλλος με όμορφο κόπο βαρύ και σαν κρύσταλλο βυσσινί οι άκρες στα φτερά του δεν ήταν πια παγωμένο το χέρι που τον άγγιξε παγωμένο χαμόγελο χαμογέλασε με αμήχανο χαμόγελο ο άλλος εκείνος τότε κι έτσι που γράφω τι τόλμημα λέω κι ύστερα κύριε Γιώργο του Γιώργου που θα φοράτε όταν το διαβάσετε, δικό του.


© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια: