Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

ο Brendan Gill για την Dorothy Parker και το έργο της




αποσπάσματα από τα κείμενα όπως δημοσιεύτηκαν στο e-περιοδικό Staxtes



Υπάρχουν συγγραφείς που ξεχνιούνται από τον κόσμο πολύ πριν πεθάνουν, και αν αυτό κάποιες φορές πρόκειται για επιλογή, πιο συχνά είναι ένας «θάνατος» που επιβάλλεται από άλλους και δεν είναι εύκολο να το αντιμετωπίσεις. Ένας συγγραφέας απολαμβάνει μια δημοτικότητα, και, όταν αυτή περάσει, είτε συναινεί να υπομείνει την αφάνεια στην οποία αναγκάστηκε, είτε προσπαθεί σκληρά κόντρα σε αυτό επί ματαίω, με μια πικρία που τείνει να αυξάνει όσο οι δυνάμεις του ελαττώνονται. Άσχετα με το πόσο καλά ή άσχημα συμπεριφέρεται, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Εάν το έργο έχει κάποια ποιότητα, διασώζεται και μετά το πέρασμα της δημοσιότητας, αλλά ο δημιουργός δεν απολαμβάνει πλέον αναγνώριση. Ακόμη κι αν συνεχίζει να γράφει, αντιμετωπίζει την κόλαση ενός μισοξεχασμένου, και οι σημειώσεις της  «αναγγελίας τού θανάτου του», διαβάζονται με μια επιπόλαια, απερίσκεπτη δυσπιστία: ποιός θα μάντευε πώς ο κουρελιάρης γερολογάς παραμυθιών το έκρυβε μέσα του να εμμένει τόσο άγρια; τι στον κόσμο περιμένει; ελπίζοντας σε τι; τρέμοντας;

***

Αναγνώστες που έρχονται σε επαφή με το έργο της κυρίας Πάρκερ για πρώτη φορά, ενδεχομένως βρουν τόση δυσκολία να κατανοήσουν την  υψηλή θέση που κρατούσε η Ντόροθι Πάρκερ στον κόσμο της λογοτεχνίας σαράντα ή πενήντα χρόνια πριν, όση να αντιληφθούν την περιφρόνηση των κριτικών στην οποία αργότερα περιήλθε. Η πρώτη προφύλαξη στην περίπτωση τέτοιων αναγνωστών, είναι να θυμούνται το γεγονός πώς, ο επονομαζόμενος «κόσμος» που της έδωσε τη φήμη, ήταν στην πραγματικότητα, ένας στενός κύκλος (ανθρώπων) και, σαν όλους τους κύκλους, θεωρούσε τον εαυτό του πολύ πιο μεγάλο και πιο σπουδαίο από ότι ήταν. Οι κριτές του έπραξαν ορθά να εγκωμιάσουν την κ. Πάρκερ, αλλά εκείνη ήταν καλύτερη συγγραφέας από ότι οι ίδιοι αυτοί θεώρησαν, και η διαφορά ανάμεσα στο ποια ήταν και στο ποια εκείνοι υπέθεσαν πως ήταν, ενείχε αρκετούς κινδύνους για την ίδια. Όχι ο πιο ασήμαντος από αυτούς, ήταν η πιθανότητα ότι, όταν οι πρωταγωνιστές της θα έφταναν να πεταχτούν στον σκουπιδοτενεκέ, εκείνη θα περνούσε στη λήθη επίσης.

***

Η πιο δημοφιλής ποιήτρια του 20ου αιώνα, πριν από την Πάρκερ, ήταν η Edna St. Vincent Millay, η οποία συχνά εθεωρείτο να έχει χρησιμεύσει ως φιλολογικό μοντέλο γι’ αυτήν (Πάρκερ). Δεν ήταν καθόλου έτσι· για έναν λόγο: η Millay υπήρξε μια περισσότερο ικανή στιχουργός από την κυρία Πάρκερ, με μια μαεστρία πάνω σε πολλές ποιητικές φόρμες που η κυρία Πάρκερ ποτέ δεν επεχείρησε, και, για έναν ακόμη λόγο: η δεσποινίς Millay έχαιρε ενός πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς εκφραστών συναισθημάτων, για τα οποία ξόδεψε μια ζωή σκληρής διανοητικής προσπάθειας να τα διερευνήσει. Πάλεψε σκληρά για να καταφέρει να φτάσει το τέλειο, και αν η προσπάθεια αποτύγχανε, αυτό παρήγαγε ένα πλήθος αρκούντως αξιοπρόσεκτου όγκου ποιημάτων. Η κυρία Πάρκερ δούλεψε λιγότερο σκληρά και λιγότερο σταθερά και δείλιαζε στην προσεκτική ενδοσκόπηση: τα βάθη ήταν εκεί, και θα έπρεπε από καιρού εις καιρόν να ρίχνει μια ματιά εντός τους, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένη να κατέβει και να περπατήσει στις όχθες τους.
Ο πραγματικός λογοτεχνικός μέντοράς της ήταν εκείνη η αυστηρή αρσενική γεροντοκόρη, ο A. E. Housman, που με τη βοήθεια υψηλής ευφυΐας, κλασικών γνώσεων, και ένα εκλεκτό αυτί, κατάφερε να τρέψει το επαναλαμβανόμενο κλαυθύρισμα σε σπουδαία ποίηση. 

***

Τα βασικά στοιχεία της μακρόχρονης, όπως ήταν, ζωής της Ντόροθυ Πάρκερ, αναφέρονται συνοπτικά· και είναι κρίμα, εφόσον λίγες καριέρες, μετά από ένα λαμπρό ξεκίνημα, μπορεί να παρατηρηθεί να έχουν το ίδιο χωρίς διακοπή και λυπηρά εξαλειφθεί.
Γεννήθηκε ως Ντόροθυ Ρότσιλντ, το 1893, στο παραθεριστικό οικογενειακό κατάλυμα στο Γουέστ Έντ του Νιού Τζέρσεϋ. Η μητέρα της, που πέθανε στη νηπιακή ηλικία της Ντόροθυ, ήταν Σκωτσέζα· ο πατέρας της ένας πλούσιος κατασκευαστής ενδυμάτων (εργοστασιάρχης), δεν είχε καμία σύνδεση με την τράπεζα Ρότσιλντ. Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, αποστρεφόμενη έντονα τον αυστηρό πατέρα της και την ακόμη πιο αυστηρή μητριά της· παρακολούθησε σχολείο σε ένα καθολικό μοναστήρι γυναικών στο Μανχάταν και το Dana’s School στο Μοριστάουν, στο Νιου Τζέρσεϋ· το 1916, έχοντας πουλήσει μερικά ποιήματα στον Frank Crowninshield, εκδότη της Vogue, κέρδισε μια θέση «κύριου αρθογράφου» στο περιοδικό. Η αποστολή της ήταν να υποτιτλίζει φωτογραφίες και σχέδια μόδας και ο μισθός της ήταν δέκα δολάρια την εβδομάδα. Έγινε μία από τις αναρίθμητες πνευματικές προστατευόμενες του Crowninshield, και, πάνω στον ένα χρόνο, της προσέφερε μια πολύ καλύτερη θέση σε ένα άλλο περιοδικό του οποίου ήταν (επίσης) εκδότης –το γοητευτικό και κομψό Vanity Fair.

***

Ανατέθηκε στην κυρία Πάρκερ να σχολιάζει αδιαφορώντας για τις συνέπειες και ίσως είναι αυτό που στάθηκε η αφορμή να κάνει τόσο ιδιόμορφα ριψοκίνδυνη κριτική σε άλλες στιγμές της ζωής της. Δεν ήταν αληθινό, ή ήταν αληθινό για όσο διάστημα χρειαζόταν η ίδια να είναι. Ήταν ασυζητητί περήφανη για αρκετά από τα ποιήματα και τις ιστορίες της· ήταν προπάντων υπερήφανη όταν της ζητήθηκε να συναντηθεί για το Viking Portable. Ήταν λιγότερο υπερήφανη για τη συγγραφή σεναρίων που είχε κάνει, και δικαίως έτσι, γιατί σε κάθε σχεδόν περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν από άλλους και αλλοιώθηκαν με τον παραδοσιακό τρόπο του Χόλλυγουντ. Έγραψε έναν μεγάλο αριθμό από βιβλιοκριτικές, περισσότερες για το The New Yorker και το Esquire, και, παρότι εκείνη την περίοδο τις είχε πιθανά θεωρήσει σαν ξεθωριασμένα εμπορικά κομμάτια, τις ψείρισε με τόσο μεγάλη προσοχή σαν να ήταν μυθιστόρημα. Δεν είχε, όπως ο Wilson, ένα φυσικό χάρισμα για λογοτεχνική δημοσιογραφία –όπου εκείνος έριχνε το πλατύτερο δυνατό δίχτυ και έσερνε, προς έκπληξη του κόσμου, μια χωρίς προηγούμενο ποικιλία συναρπαστικών θαλάσσιων τεράτων. Η κυρία Πάρκερ ασχολήθηκε με βιβλία και συγγραφείς σε μικρότερη κλίμακα, κάποιες φορές με ένα επιπόλαιο είδος ανησυχίας. Φοβόταν προφανώς πως ο έπαινος που απένεμε με τις κριτικές της, θα προσέφερε στους αναγνώστες μικρότερη ευχαρίστηση από ότι η μιας γραμμής μοχθηρές απορρίψεις της για τις οποίες υπήρξε γνωστή. (“Tonstant Weader fwowed up”).(1)


σύνδεσμοι: (I) (IIa) (IIb) (III) (IV)


© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια: